- τηγανίζω
- ΝΜΑ, και ταγηνίζω Α [τήγανον/ τάγηνον]ψήνω κάτι στο τηγάνι μέσα σε καφτό λάδι, βούτυρο ή λίπος (α. «τηγανίζω αβγά» β. «ἐξ ᾠῶν καὶ τυροῡ τετηγανισμένου», Αριστοφ.)νεοελλ.μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιονμσν.-αρχ.βασανίζω και θανατώνω στην πυρά (α. «ὁ πλούσιος πυρὶ τηγανιζόμενος μετὰ θάνατον», Ευστ.β. «ἐκέλευσε τῇ πυρᾷ προσάγειν ἔμπνουν καὶ τηγανίζειν», ΠΔ)αρχ.μέσ. τηγανίζομαιμτφ. φλέγομαι, έχω δυνατή επιθυμία για κάτι («ἐτηγανίζετο ἀναβῆναι, ὅπως σὲ παρακαλέσῃ εὐλαβεῑν αὐτήν», πάπ.).
Dictionary of Greek. 2013.